- ἀνάρρους
- ἀνάρρους, ου, ὁ,A upward flow, opp.
κατάρρους, τοῦ αἵματος Hp.Ulc. 24
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κατάρρους, τοῦ αἵματος Hp.Ulc. 24
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ανάρρους — ο (Α ἀνάρρους, οος) ροή προς τα επάνω ή πίσω ή προς αντίθετη κατεύθυνση, αντίρρευμα, υποχώρηση των κυμάτων … Dictionary of Greek
ανωρροθία — η Ναυτ. ο ανάρρους* … Dictionary of Greek
μιξανάρρους — μιξανάρρους, ὁ (Μ) ρεύμα με εναλλασσόμενη φορά άλλοτε προς τα πάνω και άλλοτε προς τα κάτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μιξ(ο) τού μίγνυμι* / μείγνυμι + ἀνάρρους] … Dictionary of Greek
παλίρροια — Το φαινόμενο της περιοδικής διακύμανσης της στάθμης των θαλασσών, το οποίο περιλαμβάνει δύο εναλλασσόμενες φάσεις, την πλημμυρίδα (άνοδος της θάλασσας) και την άμπωτη (κάθοδος της θάλασσας). Η π. προκαλείται κυρίως από τη μαγνητική έλξη της… … Dictionary of Greek
Ιρλανδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιρλανδίας Έκταση: 70.280 τ. χλμ. Πληθυσμός: 3.883.159 (2002) Πρωτεύουσα: Δουβλίνο (495.102 κάτ. το 2002)Νησιωτικό κράτος της βορειοδυτικής Ευρώπης. Καλύπτει τα πέντε έκτα της έκτασης του ομώνυμου νησιού που… … Dictionary of Greek